παραγουλιάζω

παραγουλιάζω
μτβ., παραγούλιασα, παραγουλιάστηκα, παραγουλιασμένος
1. μαλακώνω το χταπόδι χτυπώντας το πάνω σε πλάκα.
2. μτφ., δέρνω κάποιον άγρια: Τον παραγούλιασαν στο ξύλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραγουλιάζω — 1. χτυπώ χταπόδι πάνω σε πλάκα με δύναμη και κατ επανάληψη προκειμένου να τό καταστήσω μαλακό 2. μτφ. δέρνω άγρια, ξυλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γουλιάζω (< γουλί «στρογγυλή λεία πέτρα»)] …   Dictionary of Greek

  • παραγούλιασμα — το [παραγουλιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγουλιάζω 2. μτφ. άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”